- αποχαυνωμένος
- mayışmış, mayışık, pelte gibi olan
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
απομουδιασμένος — η, ο (μτχ. πρκμ. του άχρ. απομουδιάζω) 1. εντελώς μουδιασμένος, αποχαυνωμένος 2. διστακτικός, επιφυλακτικός … Dictionary of Greek
αποχάσκω — 1. χάσκω, είμαι αποχαυνωμένος 2. (για ρούχα) ξεχειλώνω 3. (για τοίχους, οικοδομές κ.λπ.) έχω ρωγμή, παρουσιάζω σχισμές ή χάσματα … Dictionary of Greek
περίβληχρος — ον, Α 1. πολύ άτονος, αδύνατος, αποχαυνωμένος 2. (το ουδ. ως επίρρ.) περίβληχρον μέχρι ατονίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + βληχρός «ήσυχος, άτονος, αδύνατος»] … Dictionary of Greek
ρεμβοειδής — ές, Α ο αποχαυνωμένος, αυτός που μοιάζει μ εκείνους που τριγυρνάνε άσκοπα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥεμβός «αυτός που τριγυρίζει εδώ και εκεί» + ειδής*] … Dictionary of Greek
χαυνίζω — ΝΜ [χαῡνος] νεοελλ. παθ. χαυνίζομαι (στην ποίηση) είμαι αποχαυνωμένος, χασμουριέμαι ελαφρώς λόγω ατονίας μσν. παθ. γίνομαι χαύνος, μαλακός, πλαδαρός … Dictionary of Greek
χαύνος — η, ο / χαῡνος, αύνη, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος Α 1. (για πρόσ.) πνευματικά νωθρός, αποκοιμισμένος, αποβλακωμένος 2. (για πνευματικές ή ψυχικές καταστάσεις) άτονος, χαλαρός (α. «σε μια προσήλωση ως κρατεί χαύνο το πνεύμα», Μαλακ. β. «σύμπασιν δ ὑμῑν… … Dictionary of Greek
αποχαυνώνομαι — αποχαυνώνομαι, αποχαυνώθηκα, αποχαυνωμένος βλ. πίν. 4 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
μαλθακός — ή, ό 1. μαλακός, τρυφερός, απαλός. 2. μτφ., αποχαυνωμένος, καλομαθημένος: Είναι μαλθακός άντρας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)